πρόεδρος

πρόεδρος
πρόεδρ-ος, ,
A one who sits in the first place, president, Th.8.67;

ἐν δίκῃ Pl.Lg.949a

, cf. PPetr.3p.44(iii B.C.): metaph.,

ὁ τῆς μαντείας π. ἀετός Arist.HA601b2

.
II at Athens, in pl., presiding officers of the βουλή or ἐκκλησία, Lex ap. D.24.21, Aeschin.2.65, Arist.Ath.44.2;

οἱ λαχόντες π. IG22.779.11

, 1227.23, al.;

τοὺς π. οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν SIG158.5

(iv B.C.), etc.; similar officers at Mytilene, Th.3.25;

ὁ τῶν Αἰτωλῶν π. App.Mac.9.1

;

μέλλοντος τοῦ π. τὸν δῆμον ἐπερωτᾶν Plu.Arist.3

, cf.

ἐπιψηφίζω 1.2

; π. Ἑρμοῦ πόλεως city councillors of Hermupolis, BGU1027 i 10(iv A.D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρόεδρος — one who sits in the first place masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόεδρος — ο, η / πρόεδρος, ον, ΝΜΑ θηλ. και προεδρίνα Ν άτομο που προΐσταται σε μια συνέλευση ή σε άλλο σώμα (α. «πρόεδρος σωματείου» β. «πρόεδρος τής Βουλής» γ. «τοὺς προέδρους οἳ ἂν λάχωσι προεδρεύειν», επιγρ.) νεοελλ. 1. αρχηγός πολιτικού κόμματος 2. φρ …   Dictionary of Greek

  • πρόεδρος — ο 1. προϊστάμενος συνεδρίας ή εργασιών οργανωμένης ομάδας ανθρώπων: Πρόεδρος του δικαστηρίου της Βουλής. 2. ανώτατος άρχοντας πολιτείας, κοινότητας κτλ.: Πρόεδρος της δημοκρατίας. – Πρόεδρος της κοινότητας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προέδροις — πρόεδρος one who sits in the first place masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέδρου — πρόεδρος one who sits in the first place masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέδρους — πρόεδρος one who sits in the first place masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέδρων — πρόεδρος one who sits in the first place masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέδρως — πρόεδρος one who sits in the first place masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προέδρῳ — πρόεδρος one who sits in the first place masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόεδρε — πρόεδρος one who sits in the first place masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόεδροι — πρόεδρος one who sits in the first place masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”